- σφαλνώ
- βλ. σφαλίζω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σφαλνώ — και σφαλνάω και σφαλώ και σφαλάω Ν σφαλίζω, κλείνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο νεοελλ. τ. σφαλώ έχει σχηματιστεί από το αρχ. σφαλίζω (< σφαλός «δεσμός»), κατά τα ρ. σε άω, ώ, ενώ ο τ. σφαλνώ από τον αόρ. σφάλησα τού σφαλώ κατά το σχήμα πείνασα: πεινώ, θρήνησα … Dictionary of Greek
ανοιγοσφαλώ — (κ. σφαλνώ κ. σφαλίζω) ανοιγοκλείνω συνέχεια («κ’ έκανε όλες τσοί καρδίες, οπού τον αγροικούσα και ανοιγοσφαλίζασι τα φύλλα κ’ επονούσα» Κορνάρου, Ερωτόκριτος) … Dictionary of Greek
αποσφαλίζω — κ. σφαλνώ (Μ ἀποσφαλίζω) 1. κλείνω κάποιον ή κάτι σε μέρος ασφαλισμένο 2. αποκλείω τη θάλασσα κατά τη διάρκεια πολιορκίας … Dictionary of Greek
βάνω — (Μ βάνω) 1. (για το βλέμμα) ρίχνω, στρέφω 2. (για κτήριο) χτίζω 3. (για ενδύματα και όπλα) φορώ 4. φρ. «βάνω στον νου μου», «βάνει ο λογισμός» κ.λπ. σκέπτομαι, θυμάμαι νεοελλ. Ι. ενεργ. 1. ρίχνω κάτω, καταβάλλω 2. ρίχνω, εκτοξεύω 3. ρίχνω κάτι… … Dictionary of Greek
σφαλάω — Ν βλ. σφαλνώ … Dictionary of Greek
σφαλώ — Ν βλ. σφαλνώ … Dictionary of Greek
σφαλίζω — και σφαλνώ σφάλισα, σφαλίστηκα, σφαλισμένος, κλείνω: Σφάλισε τα μάτια του. – Σφάλισε την πόρτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)